σατραπική

σατραπική
σατραπικός
of a satrap
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηγεμονίσκος — ο (υποκορ. τού ηγεμόνας) 1. μικρός ηγεμόνας, άρχοντας μικρής χώρας 2. ο μικρός σε ηλικία ηγεμόνας 3. ηγεμόνας χωρίς αξία, χωρίς αξιοπρέπεια, ανίσχυρος 4. μτφ. προϊστάμενος με σατραπική συμπεριφορά προς τους υπαλλήλους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών,… …   Dictionary of Greek

  • σατραπίς — ίδος, ἡ, Α (σε συνεκφορά με το ναῡς) πλοίο που χρησιμοποιούσε ο σατράπης, σατραπική θαλαμηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + επίθημα ίς (πρβλ. τυρανν ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σατραπικός — ή, ό / σατραπικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σατράπικος, η, ο, Ν [σατράπης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σατράπη («ἡ σατραπικὴ οἰκονομία», Αριστοτ.) νεοελλ. (για άνθρωπο) τυραννικός, δεσποτικός, αυταρχικός αρχ. 1. όμοιος με σατράπη ή αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • σατραπικός — ή, ό επίρρ. ά αυθαίρετος, δεσποτικός, τυραννικός: Σατραπική συμπεριφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”